Μια συνέντευξη με τον Dr Στυλιανό Γρηγοράκη (29/04/2018)
Συνέντευξη: Κωνσταντίνα Γιαννιώτη, Σύμβουλος Θηλασμού La Leche League International
Ποια είναι η άποψη σας για τον μητρικό θηλασμό, όσον αφορά την υγεία της μητέρας και του παιδιού;
Είναι γνωστά και πολλά τα οφέλη του μητρικού θηλασμού στο νεογνό και στη μητέρα. Αρχίζοντας από το μωρό, κατ’ αρχή το μητρικό γάλα είναι η ιδεώδης διατροφή των πρώτων μηνών της ζωής του γιατί του προσφέρει ό,τι χρειάζεται από βιταμίνες, λίπη, υδατάνθρακες και πρωτείνες για να αναπτυχθεί κατάλληλα. Του προσφέρει τα μητρικά αντισώματα – κυρίως στο πρωτόγαλα που πολλοί υποτιμούν – για να αμυνθεί σε ιούς και βακτήρια. Τα παιδιά που θηλάζουν έχουν μικρότερες πιθανότητες για αλλεργίες και άσθμα. Δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι μελέτες έχουν δείξει υψηλότερο ΙQ και αίσθημα ασφάλειας σε παιδιά που έχουν θηλάσει και μικρότερο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη, παχυσαρκία ή αιφνίδιο θάνατο.
Όσον αφορά στις μητέρες που θηλάζουν, εκτός του ισχυρού δεσμού που αναπτύσσεται με το μωρό τους και των πρακτικών ζητημάτων (π.χ. οικονομία χρόνου και χρημάτων), έχουν μικρότερες πιθανότητες για καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών, σακχαρώδη διαβήτη και μεταβολικό σύνδρομο.
Τι είδους ενδοκρινολογικά προβλήματα ενδέχεται να αντιμετωπίσει μια μητέρα μεταγεννητικά;
Τα συνήθη ενδοκρινολογικά προβλήματα μετά τοκετό είναι η μετά τοκετό θυρεοειδίτις, ο υποθυρεοειδισμός και ο υπερθυρεοειδισμός. Το προυπάρχον μεταβολικό σύνδρομο στη μητέρα με κύρια εκδήλωση το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και την παχυσαρκία μπορεί να καθυστερήσει την έναρξη της λακτογένεσης αλλά και να μειώσει την χρονική διάρκεια του θηλασμού. Η έλλειψη βιταμίνης D φαίνεται ότι μπορεί να επηρεάσει τον θηλασμό και η υποφυσιακή ανεπάρκεια (ελαττωμένα επίπεδα προλακτίνης) ουσιαστικά καθιστά μάλλον αδύνατο τον θηλασμό. Τα συνήθη όμως, είναι τα προβλήματα του θυρεοειδούς.
Υπάρχουν κάποια σημεία ή συμπτώματα, τα οποία θα πρέπει αφυπνίσουν μια θηλάζουσα μητέρα, ώστε να απευθυνθεί σε ενδοκρινολόγο;
Η αδυναμία θηλασμού, δηλαδή «δεν έχω αρκετό γάλα», «το μωρό δεν χορταίνει», ή «δεν κατεβαίνει το γάλα» είναι χαρακτηριστικά σημεία πιθανής ενδοκρινικής νόσου μετά τοκετό. Κόπωση, υπνηλία, κακή ψυχολογία αυξομειώσεις βάρους σώματος είναι πιο γενικά συμπτώματα που όμως μπορεί να υποκρύπτουν ενδοκρινική πάθηση.
Μπορεί ένας ενδοκρινολόγος να βοηθήσει μια μητέρα με μειωμένη παραγωγή γάλακτος;
Μπορεί αν είναι καλά ενημερωμένος σε προβλήματα θηλασμού αλλά κυρίως ευαισθητοποιημένος με το θέμα. Θα πρέπει σε περίπτωση αδυναμίας θηλασμού να ζητήσει τον κατάλληλο εργαστηριακό έλεγχο για τη διάγνωση ενδοκρινολογικών νοσημάτων. Μπορεί να συστήσει κατάλληλη φαρμακευτική θεραπεία, διατροφή και ενδεχομένως κατάλληλα – στοχευμένα στο πρόβλημα – βοηθήματα του μητρικού θηλασμού.
Είναι εφικτό μια γυναίκα με πολυκυστικές ωοθήκες, με θυρεοειδικές/μεταβολικές παθήσεις ή άλλες ορμονικές ανισορροπίες να θηλάσει; Μπορεί να θηλάσει αποκλειστικά;
Μια μητέρα με αυτές τις ενδοκρινικές παθήσεις βεβαίως και μπορεί να θηλάσει αποκλειστικά, αρκεί να είναι ενημερωμένη και υπομονετική ώστε να μη αποθαρρυνθεί στις όποιες ενδεχόμενες πρώτες δυσκολίες. Σε πολλές από τις γυναίκες γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι όταν έρθει η ώρα του θηλασμού μπορεί να συναντήσουν δυσκολίες και φροντίζουμε να τις προετοιμάζουμε κατάλληλα. Πολύτιμη είναι η βοήθεια του/της συμβούλου θηλασμού που ιδεωδώς ενεργεί σαν ομάδα στην λύση προβλημάτων που παρουσιάζονται.
Κατά πόσον είναι εφικτό για μια θηλάζουσα μητέρα να λαμβάνει θεραπεία για ενδοκρινολογική πάθηση και να συνεχίσει να θηλάζει;
Έτσι και αλλιώς ό γενικός κανόνας είναι ότι πολύ λίγα φάρμακα αντενδείκνυνται στον θηλασμό. Φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην θεραπευτική της ενδοκρινολογίας όπως η θυροξίνη ή τα αντιθυρεοειδικά – όπως η καρβιμαζόλη, θειαμαζόλη κυρίως αλλά και η προπυλθειουρακίλη μπορούν να δοθούν στη θηλάζουσα μητέρα χωρίς δισταγμό. Βεβαίως μπορεί να δοθεί και η ινσουλίνη σε περίπτωση διαβήτη. Η θυροξίνη που δίδεται για τον υποθυρεοειδισμό διέρχεται στο μητρικό γάλα σε εξαιρετικά χαμηλές συγκεντρώσεις και δεν επηρεάζει καθόλου το νεογέννητο.
Πώς μπορεί μια μητέρα να αναγνωρίσει έναν φιλικό προς το θηλασμό ενδοκρινολόγο;
Ενώ οι ενδοκρινολόγοι θα έπρεπε να ασχολούνται πιο ενεργά με προβλήματα του θηλασμού και να καθοδηγούν τις μητέρες, αυτό δεν είναι συχνό. Δεν υπάρχει επίσης κάποια εξειδίκευση. Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος για μια μητέρα που θηλάζει να ξεχωρίσει και να εμπιστευτεί ένα ενδοκρινολόγο φιλικό στον θηλασμό είναι η κρίση της και το ένστικτό της. Συχνά οι μητέρες είναι καλύτερα πληροφορημένες σε ζητήματα θηλασμού από τους γιατρούς, οπότε είναι πιο εύκολο γι’ αυτές να ξεχωρίσουν τους ενημερωμένους ενδοκρινολόγους.
Παρακολουθείστε τις Ομιλίες του Dr Στυλιανού Γρηγοράκη στο Επετειακό Συνέδριο Θηλασμού
Ιατρικοί λόγοι για τους οποίους μια μητέρα δε μπορεί θηλάσει το μωρό της Προβλήματα θηλασμού και θυρεοειδής
Ο κύριος Σ. Γρηγοράκης είναι γεννημένος στον Πειραιά με καταγωγή από Χανιά.
Αποφοίτησε από την Ιατρική σχολή Αθηνών το 1982 και έλαβε την ειδικότητα της Ενδοκρινολογίας το 1993. Το ίδιο έτος (1993) έλαβε και το τίτλο του διδάκτορος του Πανεπιστημίου Αθηνών περαιώνοντας την διδακτορική διατριβή του υπό τον τίτλο «Ορμονικοί παράμετροι και ινσουλινοαντοχή στον διαβήτη εγκυμοσύνης». Από τον Ιούλιο του 1993 μέχρι τον Αύγουστο του 1995 εργάσθηκε σαν μεταπτυχιακός ερευνητής στην Μοριακή Βιολογία, με αντικείμενο τους υποδοχείς σωματοστατίνης στο Fraser Laboratories, McGill University, Montreal, με Διευθυντή τον κ. Y. Patel†.
Εργάσθηκε σαν Ιατρικός Διευθυντής πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιριών και είναι μέλος διαφόρων επιστημονικών και επαγγελματικών ενώσεων. Έχει περισσότερες από 30 επιστημονικές δημοσιεύσεις σε ιατρικά περιοδικά και κεφάλαια σε βιβλία. Τα τελευταία 22 χρόνια εργάζεται σαν κλινικός ενδοκρινολόγος στο ιδιωτικό του ιατρείο, είναι ο επιστημονικός υπεύθυνος της Ενδοκρινολογικής κλινικής του Θεραπευτηρίου ΙΑΣΩ General και σύμβουλος ενδοκρινολόγος στην κλινική ΙΑΣΙΣ στα Χανιά.
Είναι παντρεμένος με την κ. Lauriann – Robertson και έχουν 3 παιδιά.